μεζελίκι

μεζελίκι
το
-ιού, και μεζεκλίκι, το -ιού (λ. τουρκ.)
1. εκλεκτός μεζές.
2. φρ., «τα μεζελίκια», καθετί που σερβίρεται για μεζές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεζελίκι — και μεζεκλίκι, το 1. εκλεκτός μεζές 2. στον πληθ. καθετί το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μεζές («κρασί με διάφορα μεζελίκια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mezelik] …   Dictionary of Greek

  • mezel — MEZÉL, mezeluri, s.n. (Mai ales la pl.) Nume generic dat mai multor preparate alimentare din carne, de tipul salamului. – Din tc. meze. Trimis de LauraGellner, 29.05.2004. Sursa: DEX 98  mezél s. n., pl. mezéluri Trimis de siveco, 10.08.2004.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”